επαγγελτικος

επαγγελτικος
    ἐπαγγελτικός
    3
    1) склонный делать посулы, не скупящийся на обещания
    

(ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.)

    2) претенциозный
    

ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. — делать чрезмерно смелое заявление


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επαγγελτικος" в других словарях:

  • ἐπαγγελτικός — given to promising masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελτικός — ή, ό (Α ἐπαγγελτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις 2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση 3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ.. επίρρ... έπαγγελτικώς με τρόπο υποσχετικό …   Dictionary of Greek

  • ἐπαγγελτικά — ἐπαγγελτικός given to promising neut nom/voc/acc pl ἐπαγγελτικά̱ , ἐπαγγελτικός given to promising fem nom/voc/acc dual ἐπαγγελτικά̱ , ἐπαγγελτικός given to promising fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελτικώτερον — ἐπαγγελτικός given to promising adverbial comp ἐπαγγελτικός given to promising masc acc comp sg ἐπαγγελτικός given to promising neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελτικόν — ἐπαγγελτικός given to promising masc acc sg ἐπαγγελτικός given to promising neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελτικούς — ἐπαγγελτικός given to promising masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελτική — ἐπαγγελτικός given to promising fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελτικῶς — ἐπαγγελτικός given to promising adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»